- κατάστικτος
- -η, -ο (AM κατάστικτος, -ον) [καταστίζω]1. γεμάτος στίγματα, καλυμμένος με στιγμές, με σημάδια, διάστικτος2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός3. υπερβολικά στολισμένος, καταστολισμένοςαρχ.1. αυτός που έχει το σώμα ή το πρόσωπό του κατάστικτο, γεμάτο από διάφορες εικόνες που σχηματίζονται με στίξη, με τατουάζ2. (γενικά) γεμάτος από κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.